- συγκαταδύομαι,
- συγ-κατα-δύομαι, u. συγ-κατα-δύνω, mit untergehen, untertauchen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συγκαταδύνω — και συγκαταδύω Α [καταδύ(ν)ω] 1. βυθίζομαι ή δύω μαζί με άλλον 2. (αμτβ.) κάνω κάποιον να δύσει, οδηγώ κάποιον σε δύση 3. μέσ. συγκαταδυομαι βουλιάζω, πνίγομαι … Dictionary of Greek